- ἐπίκυφος
- -ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 3 Mc 4,5bent over, crooked; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
επίκυφος — ἐπίκυφος, ον (Α) επίκυρτος, λίγο σκυφτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κυφός «καμπουρωτός»] … Dictionary of Greek
ἐπίκυφος — bent over masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκυφον — ἐπίκυφος bent over masc/fem acc sg ἐπίκυφος bent over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικύφους — ἐπίκυφος bent over masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)